- ασυναρτησία
- η (AM ἀσυναρτησία)έλλειψη συνάφειας ή λογικού ειρμού σε λόγους ή πράξειςνεοελλ.ασυνάρτητος λόγος ή σκέψη («γράφει ασυναρτησίες»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ασυναρτησία — η η έλλειψη ειρμού, λογικής συνάφειας στο γραπτό ή προφορικό λόγο: Κάθε φορά που μιλά, λέει ασυναρτησίες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανακολουθία — η (Α ἀνακολουθία) [ἀνακόλουθος] 1. έλλειψη ακολουθίας, συνάφειας τών λόγων με τα προηγούμενα, ασυμφωνία, ασυναρτησία 2. ασυνέπεια 3. σχήμα λόγου, το ανακόλουθο (βλ. ανακόλουθος) … Dictionary of Greek
Ιονέσκο, Ευγένιος — (Eugéne Ionesco, Σλάτινα 1912 – Παρίσι 1994). Γάλλος θεατρικός συγγραφέας, ποιητής και δοκιμιογράφος, ρουμανικής καταγωγής. Άρχισε τη λογοτεχνική του σταδιοδρομία στο Βουκουρέστι δημοσιεύοντας στίχους (1931) και ένα φυλλάδιο με τον τίτλο Όχι!… … Dictionary of Greek